-
1 διαφορεω
1) разносить, распространять(κλέος πάντας ἐπ΄ ἀνθρώπους Hom. - in tmesi)
2) переносить, уносить(τοὺς σταυροὺς παρ΄ ἑαυτούς Thuc.)
3) приносить, доставлять4) расхищать, грабить(χρήματα Her.; χώραν Dem.; ὑπὸ τοῦ στρατοπέδου διαφορηθεῖσα πόλις Plut.)
5) разрывать, растерзывать(δαμάλας Eur.; ὑπὸ κυνῶν διαφορεύμενος Her.)
6) разбивать(τὰ διαπεφοημένα τῶν εἰδώλων Arst.)
διαφορεῖσθαι ὑπὸ τοῦ οἴνου Plut. — свалиться от вина7) разгонять, вышибать(οἴνῳ τὸν οἶνον погов. Plut.)
8) бросать в разные стороны, метать, швырять9) расточать, растрачивать(πολλὰ τῆς οὐσίας Plut.)
10) разделятьἀξίωμα διαφορούμενον Diog.L. — разделительное или условное предложение
11) физиол. усваивать, переваривать(τέν τροφήν Plut.)
-
2 διαφορέω
A = διαφέρω, spread abroad, disperse,κλέος εὐρὺ διὰ ξεῖνοι φορέουσι Od.19.333
;σωρὸν.. διαφορῆσαι ῥᾴδιον Diph.100
;τὴν ὑγρότητα Plu.2.366c
, etc.; πολλὰ τῆς οὐσίας ib.484a; δ. κραιπάλῃ τὴν κραιπάλην ib.127f:—[voice] Pass.,διαπεφορῆσθαι Critias Fr.62
D.;τὰ διαπεφορημένα τῶν εἰδώλων Arist.Div.Somn. 464b13
.2 carry away,τοὺς σταυρούς Th.6.100
; esp. as plunder,χρήματα τὰ σὰ διαφορέει Hdt.1.88
; ὧν κοινῇ διαπεφορημένων d.27.29.3 plunder,ἐπαρχίας Plu.Brut.6
, etc.:—[voice] Med., PSI5.522.5 (iii B.C.):—most freq. in [voice] Pass.,οἶκον διαφορηθέντα Hdt.3.53
;διαφορουμένης τῆς χώρας ὑπὸ λῃστῶν D.19.315
; διαφορεῖσθαι τὴν γνώμην to be robbed of one's wits, Pl. Lg. 672b.4 tear in pieces, ;τινὰς τοξεύμασι Id.HF 571
;ὑπὸ κυνῶν τε καὶ ὀρνίθων διαφορεύμενος Hdt. 7.10
.θ', cf. Ar.Av. 338.5 [voice] Pass., of ice, break up, Gp.19.6.4.II = διαφέρω 1.1, carry across from one place to another, .III Medic. (cf. διαφόρησις, -ητικός):1 dissipate by evaporation, perspiration, etc., in [voice] Pass., Aret.SD2.1, Alex.Aphr.Pr.1.68, Gal.10.657, al.3 exhaust by dissipating, weaken, Oen.66: metaph.,ὁ μερισμὸς δ. καὶ ἐκλύει τὴν ἑκάστου δύναμιν Procl.Inst.86
:—[voice] Pass., Gal.14.735.IV [voice] Pass., dispute, debate, S.E.M.1.205.V διαφορούμενον ἀξίωμα, v. διφορέω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαφορέω
См. также в других словарях:
διαφορώ — διαφορῶ ( έω) (AM) μσν. έχω όφελος, είμαι κερδισμένος αρχ. 1. διασκορπίζω, διαδίδω («κλέος εὐρὺ διὰ ξεῑνοι φορέουσι», Οδ.) 2. παίρνω κάτι και φεύγω 3. λεηλατώ, διαρπάζω 4. κατασπαράσσω, ξεσκίζω 5. μεταφέρω από έναν τόπο σε άλλον 6. εκκρίνω με τον … Dictionary of Greek